Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τὸ ἐξέχον

См. также в других словарях:

  • ἐξέχον — ἐξέχω stand out pres part act masc voc sg ἐξέχω stand out pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔξεχον — ἐξέχω stand out imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐξέχω stand out imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CORNU Crucis — Graecis Κέρας quoque, Iustino contra Tryph. Καὶ τὸ εν τῷ μέσῳ πηγνύμενον ξύλον ὡς κέρας καὶ αὐτὸ ἐξέχον ἐςτὶν, ἐφ᾿ ᾧ ἐποχοῦνται οἱ ςταυρούμενοι. Et illud in medio (crucis) defixum lignum, ut cornu ipsum etiam eminet, in quo feruntur et quasi… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PICTOR — I. PICTOR cognomentum C. Fabii filii; qui an. Urb. Cond. 550. ut ait Plin. l. 35. c. 4. aedem Salutis pinxit, indeque cognomen hoc familiae primus intulit. Pater fuit C. Fabii, qui anno 585. nempe 35. annis, post pictam a Patre aedem Salutis, cum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SUGGRUNDARUM — a subtus gerendo, locus dicebatur olim, ubi infantes, qui, ante dentes natos, obierunt, sepeliebantur. Ita eium Fulgentius Planciades de prisco Serm, Suggrundaria Antiqui dicebant sepulchra infantium, qui necdum 40. dies implêssent, quae neciam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εξέχω — (AM ἐξέχω) [έχω] 1. σχηματίζω προεξοχή 2. υπερέχω, είμαι ανώτερος 3. (η μτχ. ενεστ. ως επιθ.) εξέχων, εξέχουσα, εξέχον υπέροχος, ξεχωριστός, διακεκριμένος αρχ. 1. (για τον ήλιο) λάμπω 2. είμαι εξαρτημένος («ἐξέχειν τοῡ θείου») 3. (το ουδ. πληθ.… …   Dictionary of Greek

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • λαπαρός — λαπαρός, ά, όν (Α) 1. χαλαρός, λαγαρός (α. «τὸ λαπαρὸν τῆς πλευρῆς», Ιπποκρ β. «ὄπισθεν λαπαρόν, ἔμπροσθεν ἐξέχον», Ιπποκρ.) 2. (για μαξιλάρι) βαθουλωτό, μαλακό 3. (για πόνο) ελαφρός, μαλακός 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἀσελγής, ἀκόλαστος, λάγνος».… …   Dictionary of Greek

  • περίπτερος — η, ο / περίπτερος, ον, ΝΑ αρχιτ. (κυρίως για αρχαίο ναό) αυτός που περιβάλλεται από σειρά κιόνων, από κιονοστοιχία, και στις τέσσερεις πλευρές του («ο πιο γνωστός περίπτερος ναός είναι ο Παρθενών») αρχ. 1. αυτός που πετά, που φεύγει ολόγυρα 2.… …   Dictionary of Greek

  • πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»